- φεγγαριάζομαι
- Ν [φεγγάρι]1. υφίσταμαι την κακή, κυρίως, επίδραση τής σελήνης, σεληνιάζομαι2. πάσχω από σεληνιασμό, είμαι επιληπτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φεγγαριάζομαι — φεγγαριάστηκα, φεγγαριασμένος.1. δέχομαι την κακή επίδραση του φεγγαριού. 2. πάσχω από σεληνιασμό (επιληψία), σεληνιάζομαι, είμαι επιληπτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγάριασμα — το, Ν [φεγγαριάζομαι] 1. η κακή επίδραση τής σελήνης 2. η νόσος ίκτερος, η οποία, σύμφωνα με παλαιότερες δοξασίες, οφείλεται στην κακή επίδραση τής σελήνης … Dictionary of Greek